- μανδραγόρας
- μανδραγόρᾱς , μανδραγόραςmandrakemasc acc pl (doric)μανδραγόρᾱς , μανδραγόραςmandrakemasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανδραγόρας — μανδραγόρας, ο και μαντραγόρας, ο φυτό με κοκκινωπά άνθη υπνωτικό και ναρκωτικό, η μηλοπεπονιά, ο μηλιάκος, ο καλάνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανδραγόρας — Πολυετής πόα της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενής της νότιας Ευρώπης και αυτοφυής στην Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι Mandragora officinarum. Έχει κοντό βλαστό, ύψους 10 25 εκ., με μεγάλα, ωοειδή, ακέραια φύλλα που… … Dictionary of Greek
μανδραγόραι — μανδραγόρας mandrake masc nom/voc pl (doric) μανδραγόρᾱͅ , μανδραγόρας mandrake masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγορῶν — μανδραγόρας mandrake masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόραις — μανδραγόρας mandrake masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόρη — μανδραγόρας mandrake masc voc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόρης — μανδραγόρας mandrake masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόρου — μανδραγόρας mandrake masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόρῃ — μανδραγόρας mandrake masc dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανδραγόρα — μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc nom/voc/acc dual (doric) μανδραγόρας mandrake masc voc sg (doric) μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc voc sg (attic doric) μανδραγόρᾱ , μανδραγόρας mandrake masc gen sg (doric aeolic) μανδραγόρας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)